- ἐνοικάδιος
- ἐνοικ-άδιος, ον,A = ἐνοικίδιος, γαλεοί Aret.CD1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνοικάδιοι — ἐνοικάδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)